- εκφανής
- -ές (AM ἐκφανής, -ές)1. αυτός που εξέχει ανάμεσα στους άλλους ώστε να φαίνεται καλά, ο φανερός, ο εναργής, ο σαφής2. επιφανής, περιφανής, ένδοξος, περίφημοςαρχ.Ι. 1. αυτός που φανερώνει τον εαυτό του, κατάδηλος, σαφής2. ως ουσ. τὰ ἐκφανῆεικόνες κατασκευασμένες με γλύφανο*, σκαλισμένεςII. επίρρ. εκφανὼςολοφάνερα, με ενάργεια, με σαφήνεια, καταφανώς.
Dictionary of Greek. 2013.